Ποιμαίνοντας μεταξύ οὐτοπίας καί ρεαλισμοῦ:
Θεολογικοί προβληματισμοί γιά τήν λειτουργία
τῆς σύγχρονης ἐνοριακῆς κοινότητας.
πρωτ. Χριστόδουλος Μπίθας
Προϊστάμενος Ἱ. Ν. Παμ. Ταξιαρχῶν Μοσχάτου
(ὁμιλία κατά τὴ διάρκεια τῆς Ἱερατικής συνάξεως τῆς 20ῆς Ἰουνίου στὴν Λιβαδειά)
Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί πατέρες καί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή πού μοῦ κάνετε, νά μοιραστῶ μαζί σας τόν προβληματισμό μου καί τήν ἀγωνία μου γιά τήν λειτουργία καί τό μέλλον τῆς σύγχρονης ἐνοριακῆς κοινότητας. Θά τολμήσω νά θίξω μιά σειρά ἀπό ζητήματα πού ἔχουν προκύψει μέσα ἀπό τήν ποιμαντική διακονία στήν ἐνορία μου, ἀπό συζητήσεις μέ παλιότερους ἱερεῖς, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐμπειρία μου ὡς μέλος μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ὡς λαϊκός. Θά ἤθελα νά μιλήσω ἀνοικτά, χωρίς τύπους καί νά παρουσιάσω τά θέματα ὅπως εἶναι καί ὄχι ὅπως θά θέλαμε νά εἶναι, ἀφοῦ πιστεύω ὅτι ἕνα ἀπό τά προβλήματα τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ εἰκονική πραγματικότητα, δηλαδή ὅτι δέν βλέπουμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει γύρω μας καί παρουσιάζουμε τήν κατάσταση ὅπως θά θέλαμε νά εἶναι κι ὄχι ὅπως εἶναι στ’ ἀλήθεια.
Θά ξεκινήσω μέ μερικά θεμελιακά ἐρωτήματα: Τί σημαίνει ἐκκλησιαστική‐ἐνοριακή κοινότητα σήμερα; Τί σχέση ἔχει μέ τήν πρώτη ἀποστολική κοινότητα; Ποιά εἶναι ἡ θέση μας σ’ αὐτήν τήν κοινότητα ὡς ποιμένες στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ποιά εἶναι τά προβλήματα ποῦ ἀντιμετωπίζουμε;
Νά ὀρίσουμε κατ’ ἀρχάς πώς ὅταν μιλᾶμε γιά ἐνοριακή κοινότητα ἀναφερόμαστε στίς κοινότητες τῶν Χριστιανῶν ὅπως περιγράφονται στίς πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολἠ καί στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό. Κατά βάθος γνωρίζουμε ὅλοι πόσο πολύ ἀπέχουμε σήμερα ἀπό αὐτό τόν τρόπο τῆς κοινῆς ζωῆς καί τοῦ ἤθους τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ὅπου τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζοῦν ὀμοθυμαδόν, μετέχοντας τακτικά στά μυστήρια, μέ κοινό πνεῦμα, σε κοινές διακονίες, σέ κοινή διδασκαλία, ὅπου μέσα ἀπό τήν ζωή αὐτή καταλαβαίνει ὁ καθένας τόν ἑαυτό του στο πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἀναγνωρίζει τά λάθη του, μαθαίνει νά συγχωρεῖ καί να περιχωρεῖ, σπουδάζει πρακτικά τόν τρόπο τῆς ἀγάπης. Δυστυχῶς, πρέπει νά ὀμολογήσουμε ὅτι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησιαστική ζωή διασώζεται κατ’ ἀναλογίαν μόνο σέ κάποιες ὑγιεῖς μοναστικές κοινότητες καί ἴσως σέ κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις ἐνοριῶν.
Ἐδῶ ἐπιτρέψτε μου μιά σύντομη ἱστορική ἀναδρομή. Ἄν μελετήσουμε τήν ἐνοριακή ζωή μετά τήν δημιουργία τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ κράτους, θά διαπιστώσουμε ἕνα μεγάλο ἔλλειμμα. Ἀποδεκατισμένος ὁ κλῆρος μετά τήν ἐπανάσταση, ξεκινᾷ τήν νέα φάση τῆς ἱστορίας, μεταξύ δύο ἀντίθετων καταστάσεων. Στήν συντριπτική του πλειοψηφία ὁ λαός βρίσκεται στήν ἐπαρχία, βιώνοντας μιά θρησκευτικότητα μέ μεγάλη μέν εὐσέβεια, ὅπου ὅμως οἱ δεισδαιμονίες κυριαρχοῦν, ἡ κατήχηση εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτη καί ὁ ἀναλφαβητισμός τεράστιος. Οἱ ἐλάχιστοι λόγιοι κληρικοί ζοῦν στίς πόλεις καί ἐπηρεάζονται οἱ περισσότεροι ἀπό τό πνεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ. Ὁ μοναχισμός εἶναι ὑπό διωγμόν, μετά τό διάταγμα τοῦ 1833 γιά τό κλείσιμο τῶν μοναστηριῶν.
Ἡ ἐνοριακή ζωή φαίνεται νά εἶναι ἀνύπαρκτη. Τό ἴδιο καί ἡ κατήχηση. Τόν ἑλλαδικό χῶρο ἔχουν κατακλύσει ἠθικιστικά προτεσταντικά ἔντυπα τύπου «Φαβιόλας» καί «Κόρης τοῦ Γαλακτοπώλου», ἐνῷ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄγνωστοι. Τήν τεράστια ἔλλειψη ἐνοριακῆς ζωῆς καί εὐαγγελικῆς κατήχησης ἐπιχειρεῖ ἀπό τό 1907 νά καλύψει ἡ ὀργάνωση ʺΖωήʺ, πού ἱδρύθηκε, ἀπό τόν ἱερομόναχο Εὐσέβιο Ματθόπουλο καί ὁμάδα ὀρθοδόξων θεολόγων, στήν κατεύθυνση ὅπως διατυπώνουν: ʺμιᾶς ἐπαρκοῦς καί πιό τονισμένης διδασκαλίας γύρω ἀπό τήν Εὐχαριστία καί τήν Ἐκκλησίαʺ. Αὐτά δηλαδή πού λείπουν άπό τήν Ἐκκλησιαστική πραγματικότητα. Τό 1926, ἰδρύουν κατηχητικά σχολεῖα τά ὁποῖα σύντομα ἐξαπλώνονται καί ξεπερνοῦν σέ ἀριθμό τίς 40.000. Παράλληλα, ὀργανώνονται κατηχητικές συνάξεις γιά ὅλες τίς ἡλικίες, μέ κυριότερες τους κύκλους μελέτης Ἁγίας Γραφῆς. Ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές ἀλλοιώσεις πού συνέβησαν στήν πορεία τῆς Ὀργάνωσης ἀλλά καί τῶν ὑπόλοιπων ὀργανώσεων πού ἐν τῶ μεταξύ δημιουργήθηκαν, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ὑποκατέστησαν αὐτό πού ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία δέν μπόρεσε νά κάνει.
Ἔκτοτε καί μέχρι σχεδόν τήν δεκαετία τοῦ 80, ἡ ἐνοριακή ζωή εἶχε μεταφερθεῖ στά κτίρια τῶν Ὀργανώσεων καί οἱ ἐνορίες περιορίζονταν στά φιλόπτωχα ταμεῖα καί τήν τέλεση μυστηρίων. Ἀκόμα καί γιά τήν ἐξομολόγηση στίς περισσότερες περιπτώσεις ‐ τουλάχιστον στίς μεγάλες πόλεις – οἱ πιστοί προτιμοῦσαν νά ἀπευθύνονται στούς ἱερεῖς τῶν ὀργανώσεων, παρά στόν παπά τῆς ἐνορίας, γιά λόγους πολλούς καί διαφόρους. Καί ἐκεῖνα τά χρόνια κάθε νέος ἄνθρωπος πού εἶχε μιά πνευματική ἀναζήτηση θά κατέληγε σίγουρα σέ κάποια ἀπό τίς πολλές θρησκευτικές Ὀργανώσεις καί μάλιστα ὅποιος ἤθελε κάτι παραπάνω, θά γινόταν ἀφιερωμένο μέλος.
Χαρακτηριστικό τῆς κατάστασης πού ἐπικρατοῦσε ὅλα αὐτά τά χρόνια στήν ἐνοριακή ζωή, εἶναι ὅτι οἱ ναοί πού ἀνοικοδομοῦνται μετά τήν ἀνεξαρτησία δέν διαθέτουν πνευματικά κέντρα ἤ αἴθουσες πού νά ἐξυπηρετοῦν ἐνοριακές κοινοτικές ἀνάγκες. Κανείς δέν τό σκέφτεται, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κάποια δραστηριότητα νά στεγάσει, ἐκτός ἀπό τούς καφέδες μετά τά μνημόσυνα. Ἀκόμα καί τίς κατασκηνώσεις πού τόσα στελέχη γαλούχησαν τίς προηγούμενες δεκαετίες τίς εἴχαμε ἀφήσει στίς ὀργανώσεις. Σκεφτεῖτε, ὅτι ἡ μεγαλύτερη Ἐπισκοπή τῆς χώρας, αὐτή τῶν Ἀθηνῶν ἀπέκτησε Κατασκηνώσεις, μόλις πρίν λίγες ἡμέρες!
* * *
Καί νά τώρα ἐδῶ ἐμεῖς, πρεσβύτεροι τῶν δύσκολων χρόνων πού διανύουμε κι ἔχουν περάσει μόλις 30 χρόνια ἀπό τίς πρῶτες προσπάθειες δημιουργίας ἐνοριακῆς ζωῆς. Ἡ ἐμπειρία πού ἔχουμε πίσω μας εἶναι μικρή.
Στην Ἀθήνα καί τήν Θεσσαλονίκη, κοινοτική ζωή θά λέγαμε ὅτι ἔχουν μόλις τό 30‐40% τῶν ἐνοριῶν. Σέ πολλές ἐπαρχιακές πόλεις καί ὄχι μόνο, ἡ κατάσταση εἶναι τραγική. Στά χωριά τό ἴδιο. Δέν συμβαίνει σχεδόν τίποτα. Οἱ νεότερες ἠλικίες ἀπουσιάζουν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ λαμπρές ἐξαιρέσεις ὅπου πολλοί νέοι εἶναι μαζεμένοι γύρω ἀπό ἕνα πνευματικό, συνήθως σέ κάποιο παρεκλήσι, ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα. Οἱ περισσότεροι πιστοί παραμένουν ἀκατήχητοι, μέ πολλές δεισιδαιμονίες καί ἐν πολλοῖς ἀποίμαντοι, ἀφοῦ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν μιά ὑγιῆ τακτική σχέση μέ τόν πνευματικό, λίγοι ἐκεῖνοι πού συμμετέχουν σέ ὁμιλίες, μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, συζητήσεις πνευματικές, γενικώτερα, σέ μιά ζύμωση μέ ὀρθόδοξο προβληματισμό.
Νά μιλήσουμε μέ νούμερα; Παρά τούς ὅποιους μεγαλύτερους ἀριθμούς πού παρουσιάζονται κατά καιρούς, κοινή διαπίστωση εἶναι ὅτι μόλις ἕνα 1‐2% τοῦ πληθυσμοῦ κάθε ἐνορίας συμμετέχει τακτικά στόν ἐκκλησιασμό καί ἀπό αὐτό τό ποσοστό μόνο ἕνα 20‐40% συμμετέχει ἐνεργά στήν μυστηριακή ζωή. Κάθε Πάσχα καί Χρστούγεννα, ἀμήχανοι παρακολουθοῦμε τό πλῆθος πού ἔρχεται νά κοινωνήσει μέ φασαρία καί ὕστερα φεύγει πρίν τό «Δι’ εὐχῶν». Ἀκόμα πιό ἀμήχανοι βλέπουμε τήν ταραχή πού ὑπάρχει στούς γάμους καί τίς βαφτίσεις καί συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ κόσμος πού δέν μᾶς ξέρει, μᾶς βλέπει μόνο ὡς τελετουργούς ἤ ἐπιζητᾶ πελατειακές σχέσεις τοῦ τύπου «σέ πληρώνω καί ἀπαιτῶ». Καί σέ πολλές περιπτώσεις φταῖμε καί ἐμεῖς γι αὐτό!
Ἐδῶ καί πολλά χρόνια μετρᾶμε τήν άπόδοση τῶν προσπαθειῶν μας στά κατηχητικά, μέ τούς άριθμούς παιδιῶν καί καμαρώνουμε γιά κάποιες ἀθλητικ ές δραστηριότητες ἤ γιά τά μαθήματα παραδοσιακῶν χορῶν. Ὅμως σήμερα τά κατηχητικά φθίνουν διαρκῶς καί θά πρέπει να θυμόμαστε πώς παρόμοιες δραστηριότητες γίνονται κι ἀπό τούς δήμους. Ἀκόμα καί παιδιά θρησκευτικῶν οἰκογενειῶν ἀπομακρύνονται πλέον ἀπό τήν Ἐκκλησία στά πρῶτα χρονια τῆς ἐφηβείας τους. Κι οἱ ἀριθμοί ὅλο καί μειώνονται, τόσο που σέ πολλές περιπτώσεις μᾶλλον ντρεπόμαστε νά ποῦμε πόσα παιδιά ἔχουμε!
***
Ὅταν κάποιος ἀπό ἐμᾶς προσπαθήσει νά ἀναστήσει τήν κοινοτική ἐνοριακή ζωή, βρίσκεται μπροστά σέ ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι βιώνουν μιά ἰδιωτικοῦ τύπου θρησκευτικότητα, δηλαδή μιά σχέση μέ τήν Θεία λειτουργία πού τελειώνει μέ τό «Δι’ εὐχῶν» καί στίς περισσότερες περιπτώσεις ἀρχίζει λίγο πρίν, ἤ μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί ἔχουν μιά ἰδιωτική ἀντίληψη τῆς προσευχῆς, σχέση μᾶλλον συναλλαγῆς μέ τόν Θεό, πού πολύ ἀπέχει ἀπό αὐτό πού ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποκαλεῖ ὁμαδική προσευχή.
Ἕνα ἄλλο μέγιστο ζήτημα εἶναι ἡ ἔλλειψη εὐαγγελικῆς σκέψης στούς περισσότερους πιστούς, ἀλλά καί σέ πολλούς κληρικούς. Ἐλάχιστος ὁ χρόνος πού ἀφιερώνει ὁ μέσος πιστός στόν Ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀνυπολόγιστος ὁ χρόνος πού βομβαρδίζεται ἀπό τά μέσα ἐνημέρωσης, τούς πολιτικούς, τό λάιφσταιλ, τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου. Συγκλονιστικό εἶναι ἐπίσης τό νά διαπιστώνεις πόσο μεγάλη παραμένει ἡ δεισιδαιμονία‐ἀστικοῦ τύπου τώρα πιά‐παράγωγο της νέας ἐποχῆς: Ἀπό τήν μιά ἔλλειψη πατερικῆς σκέψης, κι ἀπό τήν ἄλλη θαυματολογία, γεροντολαγνεία, μελλοντολογία.
Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια, ὅταν προσπαθεῖς νά συστήσεις μιά ἐνοριακή κοινότητα, συνθλίβεσαι ἀπό τήν μιά ἀπό τήν πραγματικότητα καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπό αὐτό πού σέ πληροφοροῦν οἱ πράξεις τῶν ἀποστόλων, δηλαδή τήν ὕπαρξη μιᾶς ζωντανῆς κοινότητας ψυχωμένων πού ἔχουν κοινό πνεῦμα, ζοῦν μυστηριακή ζωή, διαρκῶς κατηχούμενοι καί συνεχῶς ἀλληλοβοηθούμενοι, μέ τό «μαράν ἀθά» στά χείλη, κι ὄχι τρομαγμένοι φανατικοί πού ἀναρωτιοῦνται ἄν τό χάραγμα βρίσκεται ἐδῶ ἤ παραπέρα.
Μέ παράπονο συνειδητοποιοῦμε πόσο δύσκολο εἶναι νά πείσεις τούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει λόγος νά διαθέσουν τόν χρόνο τους γιά ὅλα αὐτά πού προαναφέραμε. Κι ὕστερα, ὅταν συνάζονται σέ μιά πιό μόνιμη βάση, διαπιστώνεις πόσο μεγάλο ἐμπόδιο εἶναι ἡ ἰδιωτικότητα στήν κοινή ζωή.
Παρεξηγήσεις, τάσεις φυγῆς, ἔλλειψη ὁμαδικοῦ πνευμάτος, ἀδιαφορία γιά ἐθελοντισμό, συχνοί μικροεγωϊσμοί, ἀποτελοῦν κατ’ ἀρχάς ἐμπόδια πού ἔχουν νά κάνουν μέ τόν σύγχρονο τρόπο ζωῆς.
Ἐπίσης, διαπιστώνεις πώς οἱ ἄνθρωποι πού σέ προσεγγίζουν προβάλλουν πάνω σου εἰκόνες φανταστικές πού πρέπει νά παλέψεις γιά νά μήν τίς πιστέψεις. Βλέπουν χαρίσματα καί ἁγιότητες μέ τόν ἴδιο ὑπερβολικό τρόπο πού ἀργότερα θά θέλουν νά σοῦ δαγκώσουν τό χέρι, τό ὁποῖο στήν ἀρχή φιλοῦσαν περιπαθῶς.
Μέ λύπη σου διαπιστώνεις, ὅτι ὁ χρόνος κυλᾷ καί πώς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὅσο καλοί κι ἄν εἶναι, παραμένουν στό ἴδιο πνευματικό ἐπίπεδο, οἱ ἐξομολογήσεις τους περιστρέφονται πάντα γύρω ἀπό τά ἴδια ψυχολογικά προβλήματα μέσα στά ὁποῖα εἶναι ἐγκλωβισμένοι, ἐνῶ πολλοί ἀντιλαμβάνονται τήν πνευματική ζωή σάν αὐτοβελτίωση, σάν μία διαρκῆ ἐνασχόληση μέ τον ἑαυτό τους. Λίγοι εἶναι αὐτοί πού βλέπεις νά θέλουν νά τρέξουν καί πού νοιώθεις ὅτι εἶναι ἀγωνιστές.
Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού θέλουν νά σοῦ ἐκχωρήσουν τήν ἐλευθερία τους, ἀφοῦ τσακισμένοι ἀπό τήν διαλυμένη ζωή πού ἔζησαν, ψάχνουν κάποιον νά σκέφτεται καί νά ἀποφασίζει γιά τούς ἴδιους, κι εὔκολα μπορεῖ νά παρασυρθεῖς καί νά γίνεις ἀπό παιδαγωγός στήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ, μικρός δυνάστης, ἐξουσιολάγνος.
Στήν συνέχεια διαπιστώνεις ὅτι πολλοί εἶναι ἕτοιμοι νά σοῦ φορτώσουν τίς ἀποτυχίες τους, νά σέ κατηγορήσουν γιά ὅ,τι πῆγε στραβά, ἐπειδή δέν τούς ἔσωσες ἀπό τά λάθη τους, ἐπειδή δέν τούς ἔδωσες πολλή προσοχή ἤ ἀντίθετα ἐπειδή τούς ἔδωσες πολλή προσοχή καί τάχα καταπιέστηκαν.
Αὐτές, εἶναι μερικές σκέψεις ὡς σπάραγματα γιά μερικά μόνο ἀπό τά προβλήματα πού θά ἀντιμετωπίσουμε στήν προσπάθειά μας νά συστήσουμε μιά ἐνοριακή κοινότητα.
* * *
Πρέπει ὅμως ἐδῶ νά προσθέσουμε καί τά προβλήματα πού πιθανῶς ὀφείλονται σέ ἐμᾶς, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ἔχουμε μεγάλη ἐμπειρία ἐνοριακῆς ζωῆς, ἀλλά καί γιατί ἡ ἔλλειψη προσωπικῆς ἐμπειρίας μᾶς ὀδηγεῖ σέ λάθη καί ἡ ἁμαρτία μας σέ πλάνες.
Τό πρῶτο θέμα ἀφορᾷ τόν τρόπο ἄσκησης τῆς ἐξουσίας πού ὡς ἱερεῖς ἔχουμε ἀπέναντι στούς πιστούς. Δέν εἶναι μόνο το πρόβλημα τοῦ Γεροντισμοῦ πού θίγεται συχνά καί πού ἀποτελεῖ ἕνα μόρφωμα διαστρεβλωτικό στήν ἐνοριακή ζωή. Εἶναι πού κάθε μας φράση, κάθε μας νεῦμα, ἡ παραμικρή ἀπόρριψη μπορεῖ νά πληγώσει ἕναν ἀδύναμο ἄνθρωπο. Πολλές φορές ἐν ἀγνοία μας, δέν ἔχουμε τήν συναίσθηση τῆς ἐπιρροῆς καί τῆς ἰσχύος πού ἐπιβάλλει ὁ λόγος μας στούς ἄλλους. Νομίζουμε ὅτι οἱ πιστοί μᾶς ἀντιμετωπίζουν ὅπως καί οἱ οἰκεῖοι μας, ἐνῷ στήν πραγματικότητα, ἡ ἐξουσία πού ἀσκοῦμε εἶναι πολύ πιό ἰσχυρή.
Ἕνα δεύτερο θέμα εἶναι καί ὁ κίνδυνος –μέ δική μας εὐθύνη‐νά μετατραπεῖ ἡ ἐνοριακή κοινότητα σέ σέχτα τάχα σωσμένων, ὅπου πιστεύουν ὅτι μόνο αὐτοί κατέχουν τήν ἀλήθεια ἤ πού ἀπομονώνεται ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἰδίως στήν ἐποχή μας πού ἡ κοινωνία πολώνεται, τά φαινόμενα αὐτά μᾶλλον θά γίνονται πιό ἔντονα.
Ἕνα τρίτο θέμα, εἶναι τό γεγονός ὅτι μερικοί ἀπό ἐμᾶς δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι δέν ζοῦμε στό Βυζάντιο, μά οὔτε ἀκόμη στόν 20 αἰῶνα. Οἱ καιροί ἄλλαξαν, οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί τά ἐρωτήματα πού θέτουν εἶναι συγκλονιστικά. Οἱ ἀμφιβολίες βασανίζουν ἀκόμα καί παραδοσιακούς Ὀρθοδόξους καί συνεπῶς πρέπει νά εἴμαστε καταρτισμένοι κι ἕτοιμοι νά ἀπαντήσουμε στά βασανιστικά ἐρωτήματα τῶν πιστῶν καί νά διαλεχθοῦμε μέ τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς μέ γλῶσσα καί ἀπαντήσεις πού θά τούς ἀφοροῦν κι ὄχι σάν νά εἴμαστε σέ ἄλλη ἐποχή.
Αὐτό σημαίνει πώς πρέπει νά ἔχουμε συνεχῆ μελέτη τόσο τῶν Πατέρων, ὅσο καί τῆς θύραθεν γνώσης, μιᾶς καί οἱ νέοι ἄνθρωποι ἐκφράζουν διαρκῶς ἀμφιβολίες κι ἀντιρρήσεις μέσα ἀπό τήν συνεχῆ ροή πληροφοριῶν πού τούς παρέχει τό διαδίκτυο.
Μεγάλος εἶναι ὁ κίνδυνος νά νοιώσουμε ἀπογοήτευση ἀπό τήν μή πραγματοποίηση τῶν προσδοκιῶν μας: Ὅταν οἱ προσπάθειες ἀποτυγχάνουν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δέν ἀνταποκρίνονται στό κάλεσμά μας, ὅταν μᾶς ἐπιρρίπτουν εὐθύνες, ὅταν δέν βρίσκουμε πολλούς πού νά τούς συναισθανόμαστε ὡς συνοδοιπόρους, ὅταν ἀσθανόμαστε κόπωση ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν ἴδιων βασικῶν θεμάτων. Πολλοί πατέρες κουράστηκαν καί τά παράτησαν, κλείστηκαν στήν προσωπική τους ζωή καί μείωσαν τίς προσπάθειές τους.
Ἐννοεῖται, πώς μέγιστος κίδυνος εἶναι ἡ κενοδοξία στήν ὁποία συχνά πέφτουμε, ἡ ζηλοφθονία γιά ἄλλους ἀδελφούς πού πιθανῶς ἔχουν μεγαλύτερη ἀνταπόκριση ἀπό τόν κόσμο ἤ χαρίσματα πού ἐμεῖς δεν διαθέτουμε.
Πολλοί ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ νά πέσαμε κατά καιρούς σέ ἀστοχίες, πλάνες ἤ σφάλματα. Μέσα ἀπό αὐτά μαθαίνουμε. Σέ κάθε περίπτωση, εἶναι ἡ ἐναπόθεση τῆς διακονίας μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ πιό ρεαλιστική ἀντιμετώπιση τῆς πραγματικότητας, ἡ αὔξηση τῶν χαρισμάτων μας, ἡ ὡριμότητα πού ἔρχεται μέσα ἀπό τά λάθη μας καί προπάντων ἡ διαρκῆς μετάνοιά μας, πού θά μᾶς ὁδηγήσει σέ μιά πιό οὐσιαστική διαποίμανση τῶν πιστῶν.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά βέβαια, μπαίνει το ερώτημα: Τι πρέπει να κάνουμε;
Μιλήσαμε νωρίτερα για τήν ἀνάγκη νά ὑπάρξουν εὐχαριστιακές λατρευτικές κοινότητες. Στήν κατακερματισμένη μοναχική κοινωνία μας ἡ ποιμαντική μας πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τήν ἀναγέννηση τῆς ἐνορίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη νά ζήσουν ὡς πρόσωπα, νά συμμετάσχουν στίς διακονίες, σέ κοινές δραστηριότητες, ἀκόμα καί σέ κοινές τράπεζες.
Ἡ μοναξιά τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωής, εἰδικά στίς πόλεις, ὠθεῖ τούς άνθρώπους σέ συλλόγους, σέ σωματεῖα, σέ ἐθελοντικές ὀργανώσεις, γιά νά αἰσθανθοῦν πρόσωπα, γιά νά ἀσχοληθοῦν μέ κάτι ψυχωφελές, γιά νά προσφέρουν. Εἶναι τεράστιο ἐκκλησιολογικό ὀλίσθημα, ἡ ἐνορία, πού ἀκριβῶς ἔτσι θά ἔπρεπε νά λειτουργεῖ, νά ἔχει καταντήσει κέντρο τελέσεως μυστηρίων.
Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία ξεκίνησε τήν ζωή της κοινοτικά, μέ μέλη πού ζοῦσαν μαζί, σέ μιά ἀπόπειρα κοινωνίας ἀγάπης ὅπου «πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει»1. Κι οἱ ποιμένες «ἑπόμενοι ἁγίοις πατράσι» πρέπει νά ἀναγεννήσουμε τήν ἐνορία, νά μαζέψουμε τό ποίμνιο, νά δώσουμε παράδειγμα κοινοτικῆς ζωῆς, νά παιδαγωγήσουμε τούς ἀδελφούς σέ μιά ἀντίληψη ἀντίθετη ἀπό αὐτήν τοῦ κόσμου τούτου, ὅπου βασιλεύει ἡ γκρίνια, ἡ μιζέρια καί ἡ ἄρνηση. Καί για νά δώσουμε παράδειγμα, πρέπει πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά ζοῦμε εὐχαριστιακά, δηλαδή νά ἐγκεντρίσουμε τήν ζωή μας στόν θέλημα τοῦ Χριστοῦ, κάνοντας τρόπο ζωῆς τό «πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ πράξη δείχνει πώς ὅπου ἔχουν γίνει τέτοιες ἀπόπειρες, στις πόλεις ἤ στην ἐπαρχία, βρίσκουν ἀνταπόκριση ἀπό τούς πιστούς. Εἶναι μεγάλη βέβαια ἡ εὐθύνη καί ἡ κούραση τοῦ ποιμένα σέ ἑνα τέτοιο ἐγχείρημα. Πολύς ὁ κόπος, ἡ ἔγνοια, οἱ ὧρες πού θά διαθέσεις, πολλοί κι οἱ πειρασμοί πού θά ἀντιμετωπίσεις. Μεγάλη ὅμως ἡ εὐλογία καί ἡ χαρά.
Σεβασμιώτατε καί ἀγαπητοί πατέρες,
Ὁ μακαριστός παππούς μου, παπα ‐ δάσκαλος καί ἡγέτης σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς Πελοποννήσου στά μέσα τοῦ αἰῶνα, ἔλεγε χαριτολογώντας στά γεράματά του πώς ἄν δεν πάθει τό στομάχι σου κατά τήν διάρκεια τῆς διακονίας σου, σημαίνει πώς δεν εἶσαι καλός παπάς, πώς δεν νοιάζεσαι γιά τό ποίμνιό σου.
Κάποτε, στό Ἅγιον Ὄρος εἶπα σ’ ἕναν γέροντα πώς θέλω νά σώσω τούς ἀνθρώπους κι ἐκεῖνος αὐστηρά μοῦ ἀπάντησε νά κοιτάξω νά σώσω τόν ἑαυτό μου πρῶτα, κι ἔτσι κατάλαβα τά λόγια τοῦ Ἁγίου «ἄλλαξε ἐσύ καί μαζί σου ἀλλάζουν χιλιάδες ἄλλοι». Ἀναρωτιέσαι, λοιπόν, μέ ἀγωνία τί πρέπει νά κάνεις γιά νά σταθεῖς ἀντάξιος στήν διακονία πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε ἡ Ἐκκλησία, πώς θά φέρεις τόν βαρύ τίτλο τοῦ ποιμένα, πώς θά κρατήσεις ζωντανή τήν πεῖνα καί τήν δῖψα σου για τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πώς θά παραμείνεις διαρκῶς μετανοῶν καί δεν θά πέσεις στήν πλάνη τοῦ δῆθεν ἤδη σεσωσμένου, πώς δηλαδή δεν θά γίνεις κι ἐσύ ἄλλος ἕνας φαρισαῖος στήν μακρά ἱστορία αὐτῶν πού πρόδωσαν τόν Χριστό.
Ὅμως φρονῶ ταπεινά πώς ἄν μέσα στά ἐπόμενα χρόνια δἐν ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινοτική ἐνοριακή ζωή στήν Ἐκκλησία μας, θά μείνουν ἐλάχιστοι ναοί ἀνοιχτοί. Καθώς θά διαχωριστεῖ τό κράτος ἀπό τήν ἐκκλησία, καθώς ὅλο καί περισσότεροι Ἕλληνες ἐγκαταλείπουν τήν πίστη τῶν Πατέρων τους καί βυθίζονται στόν ἀγνωστικίσμό, οἱ Ἐκκλησίες θά συνεχίζουν νά ἀδειάζουν καί δεν θά μποροῦν κἄν νά συντηρηθοῦν.
Ἐπίσης, ἄν δεν συγκεντρώσουμε τόν λαό τοῦ Θεοῦ σέ μιά κοινοτική ἀποστολική ἐνοριακή ζωή, οἱ αἰρέσεις πού λειτουργοῦν μἐ αὐτό τόν τρόπο, θά δημιουργήσουν ἀκόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, προσελκύοντας χλιαρούς ὀρθοδόξους.
Συγχωρῆστε παρακαλῶ τά λόγια μου. Δεν σᾶς ἐκανα κήρυγμα, οὔτε μίλησα ἐνθουσιαστικά. Τήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς μου κατέθεσα, ἔτσι ὅπως τήν ζῶ καθημερινά στίς ἐπάλξεις τῆς διακονίας μου. Ὁ θερισμός εἶναι πολύς, οἱ δε ἐργάτες ὁλίγοι. Ἄς δεόμεθα στόν Κύριο νά φέρει ἐργάτες για τόν θερισμό2 καί νά μᾶς χαριτώσει κι ἐμᾶς για νά γίνουμε ἄξιοι διάκονοι τῆς ποίμνης του. Μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων μας, εἴθε νά τό ἀξιωθοῦμε. Ἀμήν.
1 Πράξ. 1,14
2 Ματθ. 9, 37